ἀλήθεια

ἀλήθεια
ἡ ἀλήθεια ['несокрытое (на суде)'] правда; истина

Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ἀλήθεια" в других словарях:

  • ἀληθεία — ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc/acc dual ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc/acc dual (epic) ἀληθείᾱ , ἀλήθεια truth fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀληθείᾳ — ἀληθείᾱͅ , ἀλήθεια truth fem dat sg (attic doric aeolic) ἀληθείᾱͅ , ἀλήθεια truth fem dat sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλήθεια — ἀλήθεια , ἀλήθεια truth fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήθεια — truth fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… …   Dictionary of Greek

  • αλήθεια — η 1. η συμφωνία με την πραγματικότητα: Είπα την αλήθεια και μόνο. 2. ό,τι δεν μπορεί τότε που λέγεται να αμφισβητηθεί (φιλοσοφική, επιστημονική αλήθεια κτλ.): Οι μαθηματικές αλήθειες είναι οι πιο σταθερές. 3. ως επίρρ., αληθινά: Αλήθεια, λένε πως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀληθεῖᾳ — ἀληθεῖαι , ἀλήθεια truth fem nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλήθειᾳ — ἀλήθειαι , ἀλήθεια truth fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τι ἐστίν ἀλήθεια. — τι ἐστίν ἀλήθεια. См. Что есть истина? …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. — φίλος μὲν Σωκράτης, ἀλλὰ φιλτάτη ἡ ἀλήθεια. См. Варвара мне тетка, а правда сестра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀληθείας — ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem acc pl ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem gen sg (attic doric aeolic) ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem acc pl (epic) ἀληθείᾱς , ἀλήθεια truth fem gen sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»